Μαχαίρι στην πληγή




Λυπάμαι που δεν έχω να αφηγηθώ όμορφες ιστορίες
για εραστές που πεθαίνουν από αγάπη,
για ευτυχισμένους ανθρώπους
που ζήσαν καλά κι εμείς καλύτερα,
για την αγάπη που νικάει το χρήμα,
για όνειρα που γίνονται πραγματικότητα,
για τη χώρα της αιώνιας χαράς


Οι στίχοι μου μοιάζουν με επιθανάτιο ρόγχο,
με την κραυγή που βγάζει κάποιος
όταν στρίβουν ένα μαχαίρι στην πληγή του,
με τον πιο σκοτεινό εφιάλτη που μπορείτε να φανταστείτε,
με το βλέμμα που έχουν οι μελλοθάνατοι,
με το παράπονο όσων δεν έζησαν,
με τα χιλιάδες όχι και γιατί
που βασανίζουν τις ψυχές,
με το πλοίο που δεν θα ‘ρθει ποτέ,
με τη θάλασσα που είναι πάντα φουρτουνιασμένη,
με το έρημο νησί που δεν υπάρχει στον χάρτη
©  Νίκος Σουβατζής

[Το ποίημα, εδώ]

απολογιστικό....


Εισπράττουμε σοφία

αντίτιμο του χρόνου που περνά


-ακούς να λένε -


κι ας είναι μόνο

γνώση ανώφελη που μαρτυρά

Πως θάβονται οι μέρες που περνούν


δίχως αντίκρισμα


κάθε φορά που στο παζάρι βγαίνουμε


Πουλώντας κανταριές ζωής



(έναν παρά τα χρόνια μας)



Η διαπραγμάτευση αδύνατη

Το πλήθος βουερό

Κι εσύ πάνω σε πέτρα που κυλά


Πόσο να παζαρέψεις....



Ως κι ο ήλιος όλα ανάποδα τα δείχνει


ακόμα και τη νύχτα



Κι από κοντά το είδωλο της άλλης σου

Ζωής

Που εμπορεύτηκες


Δίχως ποτέ ν’ αγγίξεις


© Μέρη Λιόντη (Meril)

[Το ποίημα, εδώ]

Η οικογένειά μου



Ο μπαμπάς μου φορούσε πάντα αδιάβροχο

και κρατούσε μια γκρίζα ομπρέλα για τον ήλιο,

αγαπούσε γυναίκες κι όλο έφευγε,

κι έπαιζε σε ταινίες κατασκόπων

τον ρόλο της κλειδαριάς στην πόρτα

ή του ανοιχτού παράθυρου

στη μέση μιας ερήμου.

Πολύ του άρεσαν πάντα τα καπέλα.

Η μαμά μου φορούσε όμορφα καπέλα

με ζωντανά ακέφαλα παγόνια να μαλώνουν.

Ο αδελφός μου ήταν κύκνος,

κρυστάλλινος και διάφανος,

σε χίλιες δυο μεριές του ραγισμένος

και τόσο, μα τόσο ανυπεράσπιστος,

που πάντα έμπαινα σε πειρασμό

να τον ρίξω κάτω, για να σπάσει.

Κι εγώ ήμουν αξιολάτρευτη,

στα άσπρα πάντοτε ντυμένη,

έτρωγα κέικ από μοναξιά,

σ' ένα ετοιμόρροπο καθόμουνα μπαλκόνι.

Ύστερα η μαμά χάθηκε μες στον καθρέφτη,

ο μπαμπάς αγάπησε ένα πουλί και πέταξε,

ο αδελφός μου παντρεύτηκε την Νύχτα

και το μπαλκόνι μου κατέρρευσε στη θάλασσα.

Κι από όλη την οικογένειά μου,

απόμεινε μόνο ένα άλμπουμ με σκιές

να κυνηγούν ατέρμονα η μια την άλλη μες στη νύχτα.



© Χλόη Κουτσουμπέλη

[το ποίημα, εδώ]